Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λογάριον
λογάς
λογεῖον
λογία
λογίδιον
λογίζομαι
λόγιμος
λόγιον
λόγιος
λογισμός
λογιστέος
λογιστήριον
λογιστής
λογιστικός
λογογραφέω
λογογραφία
λογογραφικός
λογογράφος
λογολέσχης
λογομαχέω
λογομαχία
View word page
λογιστέος
λογιστέος λογιστέος, ον verb. adj. of λογίζομαι, one must calculate or subtract, Dem.

ShortDef

one must calculate

Debugging

Headword:
λογιστέος
Headword (normalized):
λογιστέος
Headword (normalized/stripped):
λογιστεος
IDX:
19834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19854
Key:
logiste/os

Data

{'content': 'λογιστέος\n λογιστέος, ον\n verb. adj. of λογίζομαι,\n one must calculate or subtract, Dem.', 'key': 'logiste/os'}