Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμφικρέμαμαι
ἀμφικρεμής
ἀμφίκρημνος
ἀμφικρύπτω
ἀμφικτίονες
Ἀμφικτύονες
Ἀμφικτυονία
Ἀμφικτυονικός
Ἀμφικτυονίς
ἀμφικυκλόομαι
ἀμφικυλίνδω
ἀμφικύπελλος
ἀμφίλαλος
ἀμφιλαφής
ἀμφιλαχαίνω
ἀμφιλέγω
ἀμφίλεκτος
ἀμφιλογέομαι
ἀμφιλογία
ἀμφίλογος
ἀμφίλοφος
View word page
ἀμφικυλίνδω
ἀμφικυλίνδω to roll around, to be pierced by a sword, Pind.
ShortDef
to roll around, to be pierced by
Debugging
Headword:
ἀμφικυλίνδω
Headword (normalized):
ἀμφικυλίνδω
Headword (normalized/stripped):
αμφικυλινδω
IDX:
1985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1985
Key:
a)mfikuli/ndw
Data
{'content': 'ἀμφικυλίνδω\n to roll around, to be pierced by a sword, Pind.', 'key': 'a)mfikuli/ndw'}