Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λίτρα
λίτρον
Λιτυέρσης
λίτυον
λιχανός
λιχμάζω
λιχμάω
λιχνεία
λιχνεύω
λιχνοβόρος
λίχνος
λίψ
λίψ2
λιψουρία
λοβός
λογάδην
λογάριον
λογάς
λογεῖον
λογία
λογίδιον
View word page
λίχνος
λίχνος λίχνος, η, ον λείχω dainty, lickerish, greedy, Xen., Plat. metaph. curious, Eur.

ShortDef

dainty, lickerish, greedy

Debugging

Headword:
λίχνος
Headword (normalized):
λίχνος
Headword (normalized/stripped):
λιχνος
IDX:
19818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19838
Key:
li/xnos

Data

{'content': 'λίχνος\n λίχνος, η, ον\n λείχω\n dainty, lickerish, greedy, Xen., Plat.\n metaph. curious, Eur.', 'key': 'li/xnos'}