Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λίτομαι
λιτός
λιτός
λιτότης
λιτραῖος
λίτρα
λίτρον
Λιτυέρσης
λίτυον
λιχανός
λιχμάζω
λιχμάω
λιχνεία
λιχνεύω
λιχνοβόρος
λίχνος
λίψ
λίψ2
λιψουρία
λοβός
λογάδην
View word page
λιχμάζω
λιχμάζω λιχμάζω, λείχω = λιχμάω, Hes. trans. to lick, Ionic 3rd sg. imperf. λιχμάζεσκε Mosch.
ShortDef
to lick
Debugging
Headword:
λιχμάζω
Headword (normalized):
λιχμάζω
Headword (normalized/stripped):
λιχμαζω
IDX:
19813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19833
Key:
lixma/zw
Data
{'content': 'λιχμάζω\n λιχμάζω,\n λείχω\n = λιχμάω, Hes.\n trans. to lick, Ionic 3rd sg. imperf. λιχμάζεσκε Mosch.', 'key': 'lixma/zw'}