Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λιτόβιος
λίτομαι
λιτός
λιτός
λιτότης
λιτραῖος
λίτρα
λίτρον
Λιτυέρσης
λίτυον
λιχανός
λιχμάζω
λιχμάω
λιχνεία
λιχνεύω
λιχνοβόρος
λίχνος
λίψ
λίψ2
λιψουρία
λοβός
View word page
λιχανός
λιχανός λιχᾰνός, όν λείχω the fore-finger, from its use in licking up, Luc.
ShortDef
the fore-finger
Debugging
Headword:
λιχανός
Headword (normalized):
λιχανός
Headword (normalized/stripped):
λιχανος
IDX:
19812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19832
Key:
lixano/s
Data
{'content': 'λιχανός\n λιχᾰνός, όν\n λείχω\n the fore-finger, from its use in licking up, Luc.', 'key': 'lixano/s'}