Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιτή
λιτόβιος
λίτομαι
λιτός
λιτός
λιτότης
λιτραῖος
λίτρα
λίτρον
Λιτυέρσης
λίτυον
λιχανός
λιχμάζω
λιχμάω
λιχνεία
λιχνεύω
λιχνοβόρος
λίχνος
λίψ
λίψ2
λιψουρία
View word page
λίτυον
λίτυον λίτυον, ου, τό, the Roman lituus, Plut.

ShortDef

lituus

Debugging

Headword:
λίτυον
Headword (normalized):
λίτυον
Headword (normalized/stripped):
λιτυον
IDX:
19811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19831
Key:
li/tuon

Data

{'content': 'λίτυον\n λίτυον, ου, τό,\n the Roman lituus, Plut.', 'key': 'li/tuon'}