Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λίτομαι
λιτός
λιτός
λιτότης
λιτραῖος
λίτρα
λίτρον
Λιτυέρσης
λίτυον
λιχανός
λιχμάζω
λιχμάω
λιχνεία
λιχνεύω
λιχνοβόρος
λίχνος
λίψ
View word page
λίτρον
λίτρον λίτρον, ου, τό, older form for νίτρον, Hdt., Plat.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λίτρον
Headword (normalized):
λίτρον
Headword (normalized/stripped):
λιτρον
IDX:
19809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19829
Key:
li/tron
Data
{'content': 'λίτρον\n λίτρον, ου, τό,\n older form for νίτρον, Hdt., Plat.', 'key': 'li/tron'}