Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λίτομαι
λιτός
λιτός
λιτότης
λιτραῖος
λίτρα
λίτρον
Λιτυέρσης
λίτυον
λιχανός
λιχμάζω
λιχμάω
λιχνεία
λιχνεύω
λιχνοβόρος
View word page
λιτραῖος
λιτραῖος λῑτραῖος, α, ον weighing or worth a λίτρα, Anth.

ShortDef

weighing

Debugging

Headword:
λιτραῖος
Headword (normalized):
λιτραῖος
Headword (normalized/stripped):
λιτραιος
IDX:
19807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19827
Key:
litrai=os

Data

{'content': 'λιτραῖος\n λῑτραῖος, α, ον\n weighing or worth a λίτρα, Anth.', 'key': 'litrai=os'}