Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λίστρον
λιταίνω
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λίτομαι
λιτός
λιτός
λιτότης
λιτραῖος
λίτρα
λίτρον
Λιτυέρσης
λίτυον
λιχανός
λιχμάζω
λιχμάω
λιχνεία
View word page
λιτός
λιτός λῑτός, ή, όν v. λίs2 smooth, plain: of style, simple, unadorned, Arist.: of persons, simple, frugal, Polyb.: adv. λιτῶς, Anth. paltry, petty, Anth.

ShortDef

smooth, plain
suppliant, supplicatory

Debugging

Headword:
λιτός
Headword (normalized):
λιτός
Headword (normalized/stripped):
λιτος
IDX:
19805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19825
Key:
lito/s1

Data

{'content': 'λιτός\n λῑτός, ή, όν\n v. λίs2\n smooth, plain: of style, simple, unadorned, Arist.: of persons, simple, frugal, Polyb.: adv. λιτῶς, Anth.\n paltry, petty, Anth.', 'key': 'lito/s1'}