Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιστρεύω
λίστρον
λιταίνω
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λίτομαι
λιτός
λιτός
λιτότης
λιτραῖος
λίτρα
λίτρον
Λιτυέρσης
λίτυον
λιχανός
λιχμάζω
λιχμάω
View word page
λιτός
λιτός λῐτός, ή, όν λίτομαι suppliant, supplicatory, Pind.

ShortDef

smooth, plain
suppliant, supplicatory

Debugging

Headword:
λιτός
Headword (normalized):
λιτός
Headword (normalized/stripped):
λιτος
IDX:
19804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19824
Key:
lito/s3

Data

{'content': 'λιτός\n λῐτός, ή, όν\n λίτομαι\n suppliant, supplicatory, Pind.', 'key': 'lito/s3'}