Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιστός
λιστρεύω
λίστρον
λιταίνω
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λίτομαι
λιτός
λιτός
λιτότης
λιτραῖος
λίτρα
λίτρον
Λιτυέρσης
λίτυον
λιχανός
λιχμάζω
View word page
λίτομαι
λίτομαι λίτομαι (ῐ), = λίσσομαι, Hhymn., Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λίτομαι
Headword (normalized):
λίτομαι
Headword (normalized/stripped):
λιτομαι
IDX:
19803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19823
Key:
li/tomai

Data

{'content': 'λίτομαι\n λίτομαι (ῐ),\n = λίσσομαι, Hhymn., Anth.', 'key': 'li/tomai'}