Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λισσός
λιστός
λιστρεύω
λίστρον
λιταίνω
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λίτομαι
λιτός
λιτός
λιτότης
λιτραῖος
λίτρα
λίτρον
Λιτυέρσης
λίτυον
λιχανός
View word page
λιτόβιος
λιτόβιος λῑτό-βιος, ον λῑτός living plainly or sparingly, Strab.

ShortDef

living plainly

Debugging

Headword:
λιτόβιος
Headword (normalized):
λιτόβιος
Headword (normalized/stripped):
λιτοβιος
IDX:
19802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19822
Key:
lito/bios

Data

{'content': 'λιτόβιος\n λῑτό-βιος, ον\n λῑτός\n living plainly or sparingly, Strab.', 'key': 'lito/bios'}