Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμφικομέω
ἀμφίκομος
ἀμφίκρανος
ἀμφικρέμαμαι
ἀμφικρεμής
ἀμφίκρημνος
ἀμφικρύπτω
ἀμφικτίονες
Ἀμφικτύονες
Ἀμφικτυονία
Ἀμφικτυονικός
Ἀμφικτυονίς
ἀμφικυκλόομαι
ἀμφικυλίνδω
ἀμφικύπελλος
ἀμφίλαλος
ἀμφιλαφής
ἀμφιλαχαίνω
ἀμφιλέγω
ἀμφίλεκτος
ἀμφιλογέομαι
View word page
Ἀμφικτυονικός
Ἀμφικτυονικός Amphictyonic, of the Amphictyons, Dem.

ShortDef

Amphictyonic, of the Amphictyons

Debugging

Headword:
Ἀμφικτυονικός
Headword (normalized):
ἀμφικτυονικός
Headword (normalized/stripped):
αμφικτυονικος
IDX:
1982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1982
Key:
*)amfiktuoniko/s

Data

{'content': 'Ἀμφικτυονικός\n Amphictyonic, of the Amphictyons, Dem.', 'key': '*)amfiktuoniko/s'}