Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λίς2
λίσπος
λισσάς
λίσσομαι
λισσός
λιστός
λιστρεύω
λίστρον
λιταίνω
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λίτομαι
λιτός
λιτός
λιτότης
λιτραῖος
λίτρα
View word page
λιτανός
λιτανός λῐτᾰνός, ή, όν λιτή praying, suppliant, μέλη Aesch.: —as Subst., λιτανά, τά, λιταί, ἀμφὶ λιτανὰ ἔχεσθαι to be engaged in prayer, Aesch.
ShortDef
praying, suppliant
Debugging
Headword:
λιτανός
Headword (normalized):
λιτανός
Headword (normalized/stripped):
λιτανος
IDX:
19798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19818
Key:
litano/s
Data
{'content': 'λιτανός\n λῐτᾰνός, ή, όν\n λιτή\n praying, suppliant, μέλη Aesch.: —as Subst., λιτανά, τά, λιταί, ἀμφὶ λιτανὰ ἔχεσθαι to be engaged in prayer, Aesch.', 'key': 'litano/s'}