Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λίς
λίς2
λίσπος
λισσάς
λίσσομαι
λισσός
λιστός
λιστρεύω
λίστρον
λιταίνω
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λίτομαι
λιτός
λιτός
λιτότης
λιτραῖος
View word page
λιτανεύω
λιτανεύω λῐτᾰνεύω, λίτομαι to pray, entreat, esp. for protection, either absol. or c. acc. pers., Hom.; that by which one prays in gen., γούνων λιτανεύειν Od.; also, γούνων ἁψάμενοι λιτανεύσομεν (Epic for -wmen) , Il.; c. inf., Il.

ShortDef

to pray, entreat

Debugging

Headword:
λιτανεύω
Headword (normalized):
λιτανεύω
Headword (normalized/stripped):
λιτανευω
IDX:
19797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19817
Key:
litaneu/w

Data

{'content': 'λιτανεύω\n λῐτᾰνεύω,\n λίτομαι\n to pray, entreat, esp. for protection, either absol. or c. acc. pers., Hom.; that by which one prays in gen., γούνων λιτανεύειν Od.; also, γούνων ἁψάμενοι λιτανεύσομεν (Epic for -wmen) , Il.; c. inf., Il.', 'key': 'litaneu/w'}