Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λίπτομαι
λίς
λίς2
λίσπος
λισσάς
λίσσομαι
λισσός
λιστός
λιστρεύω
λίστρον
λιταίνω
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λίτομαι
λιτός
λιτός
λιτότης
View word page
λιταίνω
λιταίνω λῐταίνω, λιτή rare form for λιτανεύω, Eur.
ShortDef
pray, entreat
Debugging
Headword:
λιταίνω
Headword (normalized):
λιταίνω
Headword (normalized/stripped):
λιταινω
IDX:
19796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19816
Key:
litai/nw
Data
{'content': 'λιταίνω\n λῐταίνω,\n λιτή\n rare form for λιτανεύω, Eur.', 'key': 'litai/nw'}