Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιποτάξιον
λιποτριχής
λιποψυχέω
λίπτομαι
λίς
λίς2
λίσπος
λισσάς
λίσσομαι
λισσός
λιστός
λιστρεύω
λίστρον
λιταίνω
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λίτομαι
View word page
λιστός
λιστός λιστός, ή, όν λίσσομαι to be moved by prayer, ap. Plat.

ShortDef

to be moved by prayer

Debugging

Headword:
λιστός
Headword (normalized):
λιστός
Headword (normalized/stripped):
λιστος
IDX:
19793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19813
Key:
listo/s

Data

{'content': 'λιστός\n λιστός, ή, όν\n λίσσομαι\n to be moved by prayer, ap. Plat.', 'key': 'listo/s'}