Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λιποταξία
λιποτάξιον
λιποτριχής
λιποψυχέω
λίπτομαι
λίς
λίς2
λίσπος
λισσάς
λίσσομαι
λισσός
λιστός
λιστρεύω
λίστρον
λιταίνω
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
View word page
λισσός
λισσός λισσός, ή, όν λίs2 smooth, λισσὴ αἰπεῖά τε εἰς ἅλα πέτρη a smooth rock running sheer into the sea, Od.; λισσὴ δʼ ἀναδέδρομε πέτρη Od.
ShortDef
smooth
Debugging
Headword:
λισσός
Headword (normalized):
λισσός
Headword (normalized/stripped):
λισσος
IDX:
19792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19812
Key:
lisso/s
Data
{'content': 'λισσός\n λισσός, ή, όν\n λίs2\n smooth, λισσὴ αἰπεῖά τε εἰς ἅλα πέτρη a smooth rock running sheer into the sea, Od.; λισσὴ δʼ ἀναδέδρομε πέτρη Od.', 'key': 'lisso/s'}