Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιποστέφανος
λιποστρατία
λιποστράτιον
λιποταξία
λιποτάξιον
λιποτριχής
λιποψυχέω
λίπτομαι
λίς
λίς2
λίσπος
λισσάς
λίσσομαι
λισσός
λιστός
λιστρεύω
λίστρον
λιταίνω
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
View word page
λίσπος
λίσπος λίσπος, η, ον λίς smooth, polished, Ar. as Subst. λίσπαι, ῶν, αἱ, dice cut in two by friends (ξένοι) , each of whom kept half as tallies (σύμβολα) , Plat.

ShortDef

smooth, polished

Debugging

Headword:
λίσπος
Headword (normalized):
λίσπος
Headword (normalized/stripped):
λισπος
IDX:
19789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19809
Key:
li/spos

Data

{'content': 'λίσπος\n λίσπος, η, ον\n λίς\n smooth, polished, Ar.\n as Subst. λίσπαι, ῶν, αἱ, dice cut in two by friends (ξένοι) , each of whom kept half as tallies (σύμβολα) , Plat.', 'key': 'li/spos'}