Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λιποπάτωρ
λιπόπνοος
λιποσαρκής
λίπος
λιποστέφανος
λιποστρατία
λιποστράτιον
λιποταξία
λιποτάξιον
λιποτριχής
λιποψυχέω
λίπτομαι
λίς
λίς2
λίσπος
λισσάς
λίσσομαι
λισσός
λιστός
λιστρεύω
λίστρον
View word page
λιποψυχέω
λιποψυχέω λῐπο-ψῡχέω, fut. -ήσω ψυχή to leave life, swoon, Thuc., Xen. to lack spirit, fail in courage, Hdt.
ShortDef
to leave life, swoon
Debugging
Headword:
λιποψυχέω
Headword (normalized):
λιποψυχέω
Headword (normalized/stripped):
λιποψυχεω
IDX:
19785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19805
Key:
lipoyuxe/w
Data
{'content': 'λιποψυχέω\n λῐπο-ψῡχέω,\n fut. -ήσω\n ψυχή\n to leave life, swoon, Thuc., Xen.\n to lack spirit, fail in courage, Hdt.', 'key': 'lipoyuxe/w'}