Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμφικίων
ἀμφίκλαστος
ἀμφίκλυστος
ἀμφικομέω
ἀμφίκομος
ἀμφίκρανος
ἀμφικρέμαμαι
ἀμφικρεμής
ἀμφίκρημνος
ἀμφικρύπτω
ἀμφικτίονες
Ἀμφικτύονες
Ἀμφικτυονία
Ἀμφικτυονικός
Ἀμφικτυονίς
ἀμφικυκλόομαι
ἀμφικυλίνδω
ἀμφικύπελλος
ἀμφίλαλος
ἀμφιλαφής
ἀμφιλαχαίνω
View word page
ἀμφικτίονες
ἀμφικτίονες κτίζω they that dwell round, next neighbours, Hdt., Pind.
ShortDef
they that dwell round, next neighbours
Debugging
Headword:
ἀμφικτίονες
Headword (normalized):
ἀμφικτίονες
Headword (normalized/stripped):
αμφικτιονες
IDX:
1979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1979
Key:
a)mfikti/ones
Data
{'content': 'ἀμφικτίονες\n κτίζω\n they that dwell round, next neighbours, Hdt., Pind.', 'key': 'a)mfikti/ones'}