Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λιπαρία
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρόχροος
λιπαρόχρως
λιπαυγής
λιπάω
λιπερνής
λιπερνήτης
λιπόγαμος
λιπόγυιος
λιπομαρτύριον
λιπομήτωρ
λιπόναυς
λιποναύτης
λιπόνεως
λιπόπατρις
λιποπάτωρ
View word page
λιπερνής
λιπερνής λῐπερνής, ές Deriv. unknown. desolate, forlorn, homeless, outcast, Archil.
ShortDef
desolate, forlorn, homeless, outcast
Debugging
Headword:
λιπερνής
Headword (normalized):
λιπερνής
Headword (normalized/stripped):
λιπερνης
IDX:
19765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19785
Key:
lipernh/s
Data
{'content': 'λιπερνής\n λῐπερνής, ές\n Deriv. unknown.\n desolate, forlorn, homeless, outcast, Archil.', 'key': 'lipernh/s'}