Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Λιπάρα
λιπαρέω
λιπαρής
λιπαρητέος
λιπαρία
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρόχροος
λιπαρόχρως
λιπαυγής
λιπάω
λιπερνής
λιπερνήτης
λιπόγαμος
λιπόγυιος
λιπομαρτύριον
λιπομήτωρ
λιπόναυς
View word page
λιπαρόχροος
λιπαρόχροος λῐπᾰρό-χρους, ουν χρόα with shining skin, Theocr.

ShortDef

with shining body, sleek of skin

Debugging

Headword:
λιπαρόχροος
Headword (normalized):
λιπαρόχροος
Headword (normalized/stripped):
λιπαροχροος
IDX:
19761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19781
Key:
liparo/xrous

Data

{'content': 'λιπαρόχροος\n λῐπᾰρό-χρους, ουν\n χρόα\n with shining skin, Theocr.', 'key': 'liparo/xrous'}