Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμφικείρω
ἀμφικίων
ἀμφίκλαστος
ἀμφίκλυστος
ἀμφικομέω
ἀμφίκομος
ἀμφίκρανος
ἀμφικρέμαμαι
ἀμφικρεμής
ἀμφίκρημνος
ἀμφικρύπτω
ἀμφικτίονες
Ἀμφικτύονες
Ἀμφικτυονία
Ἀμφικτυονικός
Ἀμφικτυονίς
ἀμφικυκλόομαι
ἀμφικυλίνδω
ἀμφικύπελλος
ἀμφίλαλος
ἀμφιλαφής
View word page
ἀμφικρύπτω
ἀμφικρύπτω to cover or hide on every side, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει Eur.
ShortDef
to cover
Debugging
Headword:
ἀμφικρύπτω
Headword (normalized):
ἀμφικρύπτω
Headword (normalized/stripped):
αμφικρυπτω
IDX:
1978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1978
Key:
a)mfikru/ptw
Data
{'content': 'ἀμφικρύπτω\n to cover or hide on every side, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει Eur.', 'key': 'a)mfikru/ptw'}