Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινόπτης
Λίνος
λινοστασία
λινουργός
λινοφθόρος
λιπαίνω
λιπανδρέω
λίπα
λιπαράμπυξ
Λιπάρα
λιπαρέω
λιπαρής
λιπαρητέος
λιπαρία
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
View word page
λιπαράμπυξ
λιπαράμπυξ λῐπᾰρ-άμπυξ, ῠκος, ὁ, ἡ, with bright tiara, Pind.
ShortDef
with bright tiara
Debugging
Headword:
λιπαράμπυξ
Headword (normalized):
λιπαράμπυξ
Headword (normalized/stripped):
λιπαραμπυξ
IDX:
19750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19770
Key:
lipara/mpuc
Data
{'content': 'λιπαράμπυξ\n λῐπᾰρ-άμπυξ, ῠκος, ὁ, ἡ,\n with bright tiara, Pind.', 'key': 'lipara/mpuc'}