Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λινοπόρος
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινόπτης
Λίνος
λινοστασία
λινουργός
λινοφθόρος
λιπαίνω
λιπανδρέω
λίπα
λιπαράμπυξ
Λιπάρα
λιπαρέω
λιπαρής
λιπαρητέος
λιπαρία
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαροπλόκαμος
View word page
λίπα
λίπα λίπος adv. unctuously, richly, ἀλεῖψαι or ἀλείψασθαι λίπʼ ἐλαίῳ to anoint or cause to be anointed richly with oil, Il.; so, χρῖσαι or χρίσασθαι λίπʼ ἐλαίῳ Il.; only once without ἐλαίῳ, λοέσσατο καὶ λίπʼ ἄλειψεν Od. In all these places, the final vowel is uncertain; but we have λίπα ἀλείψασθαι, -εσθαι in Thuc., etc.

ShortDef

unctuously, richly

Debugging

Headword:
λίπα
Headword (normalized):
λίπα
Headword (normalized/stripped):
λιπα
IDX:
19749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19769
Key:
li/pa

Data

{'content': 'λίπα\n λίπος\n adv. unctuously, richly, ἀλεῖψαι or ἀλείψασθαι λίπʼ ἐλαίῳ to anoint or cause to be anointed richly with oil, Il.; so, χρῖσαι or χρίσασθαι λίπʼ ἐλαίῳ Il.; only once without ἐλαίῳ, λοέσσατο καὶ λίπʼ ἄλειψεν Od. In all these places, the final vowel is uncertain; but we have λίπα ἀλείψασθαι, -εσθαι in Thuc., etc.', 'key': 'li/pa'}