Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λινόπεπλος
λινοπόρος
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινόπτης
Λίνος
λινοστασία
λινουργός
λινοφθόρος
λιπαίνω
λιπανδρέω
λίπα
λιπαράμπυξ
Λιπάρα
λιπαρέω
λιπαρής
λιπαρητέος
λιπαρία
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
View word page
λιπανδρέω
λιπανδρέω λῐπ-ανδρέω, λείπομαι, ἀνήρ to be in want of men, Strab.; λιπ-ανδρία, want of men, Strab.
ShortDef
to be in want of men
Debugging
Headword:
λιπανδρέω
Headword (normalized):
λιπανδρέω
Headword (normalized/stripped):
λιπανδρεω
IDX:
19748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19768
Key:
lipandre/w
Data
{'content': 'λιπανδρέω\n λῐπ-ανδρέω,\n λείπομαι, ἀνήρ\n to be in want of men, Strab.; λιπ-ανδρία, want of men, Strab.', 'key': 'lipandre/w'}