Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λίνον
λινόπεπλος
λινοπόρος
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινόπτης
Λίνος
λινοστασία
λινουργός
λινοφθόρος
λιπαίνω
λιπανδρέω
λίπα
λιπαράμπυξ
Λιπάρα
λιπαρέω
λιπαρής
λιπαρητέος
λιπαρία
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
View word page
λιπαίνω
λιπαίνω λῐπαίνω, λίπος to oil, anoint: Mid. to anoint oneself, Anth. of rivers, to make fat, enrich, Eur.
ShortDef
to oil, anoint
Debugging
Headword:
λιπαίνω
Headword (normalized):
λιπαίνω
Headword (normalized/stripped):
λιπαινω
IDX:
19747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19767
Key:
lipai/nw
Data
{'content': 'λιπαίνω\n λῐπαίνω,\n λίπος\n to oil, anoint: Mid. to anoint oneself, Anth.\n of rivers, to make fat, enrich, Eur.', 'key': 'lipai/nw'}