Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινοπόρος
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινόπτης
Λίνος
λινοστασία
λινουργός
λινοφθόρος
λιπαίνω
λιπανδρέω
λίπα
λιπαράμπυξ
Λιπάρα
λιπαρέω
λιπαρής
λιπαρητέος
λιπαρία
λιπαρόζωνος
View word page
λινοφθόρος
λινοφθόρος λῐνο-φθόρος, ον φθείρω linen-wasting, Aesch.
ShortDef
linen-wasting
Debugging
Headword:
λινοφθόρος
Headword (normalized):
λινοφθόρος
Headword (normalized/stripped):
λινοφθορος
IDX:
19746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19766
Key:
linofqo/ros
Data
{'content': 'λινοφθόρος\n λῐνο-φθόρος, ον\n φθείρω\n linen-wasting, Aesch.', 'key': 'linofqo/ros'}