Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λινόκλωστος
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινοπόρος
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινόπτης
Λίνος
λινοστασία
λινουργός
λινοφθόρος
λιπαίνω
λιπανδρέω
λίπα
λιπαράμπυξ
Λιπάρα
λιπαρέω
λιπαρής
λιπαρητέος
λιπαρία
View word page
λινουργός
λινουργός λῐν-ουργός, οῦ, ὁ, *ἔργω a weaver, Strab.
ShortDef
a weaver
Debugging
Headword:
λινουργός
Headword (normalized):
λινουργός
Headword (normalized/stripped):
λινουργος
IDX:
19745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19765
Key:
linourgo/s
Data
{'content': 'λινουργός\n λῐν-ουργός, οῦ, ὁ,\n *ἔργω\n a weaver, Strab.', 'key': 'linourgo/s'}