Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λινοθώρηξ
λινόκλωστος
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινοπόρος
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινόπτης
Λίνος
λινοστασία
λινουργός
λινοφθόρος
λιπαίνω
λιπανδρέω
λίπα
λιπαράμπυξ
Λιπάρα
λιπαρέω
λιπαρής
λιπαρητέος
View word page
λινοστασία
λινοστασία λῐνο-στᾰσία, ἡ, a laying of nets: the nets laid, Anth.
ShortDef
a laying of nets: the nets laid
Debugging
Headword:
λινοστασία
Headword (normalized):
λινοστασία
Headword (normalized/stripped):
λινοστασια
IDX:
19744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19764
Key:
linostasi/a
Data
{'content': 'λινοστασία\n λῐνο-στᾰσία, ἡ,\n a laying of nets: the nets laid, Anth.', 'key': 'linostasi/a'}