Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λινόδεσμος
λινόδετος
λινοθήρας
λινοθώρηξ
λινόκλωστος
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινοπόρος
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινόπτης
Λίνος
λινοστασία
λινουργός
λινοφθόρος
λιπαίνω
λιπανδρέω
λίπα
λιπαράμπυξ
Λιπάρα
View word page
λινόπτερος
λινόπτερος λῐνό-πτερος, ον πτερόν sail-winged, of ships, Aesch.
ShortDef
sail-winged
Debugging
Headword:
λινόπτερος
Headword (normalized):
λινόπτερος
Headword (normalized/stripped):
λινοπτερος
IDX:
19741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19761
Key:
lino/pteros
Data
{'content': 'λινόπτερος\n λῐνό-πτερος, ον\n πτερόν\n sail-winged, of ships, Aesch.', 'key': 'lino/pteros'}