Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμφικεάζω
ἀμφίκειμαι
ἀμφικείρω
ἀμφικίων
ἀμφίκλαστος
ἀμφίκλυστος
ἀμφικομέω
ἀμφίκομος
ἀμφίκρανος
ἀμφικρέμαμαι
ἀμφικρεμής
ἀμφίκρημνος
ἀμφικρύπτω
ἀμφικτίονες
Ἀμφικτύονες
Ἀμφικτυονία
Ἀμφικτυονικός
Ἀμφικτυονίς
ἀμφικυκλόομαι
ἀμφικυλίνδω
ἀμφικύπελλος
View word page
ἀμφικρεμής
ἀμφικρεμής κρέμαμαι hanging round or over, Anth.

ShortDef

hanging round

Debugging

Headword:
ἀμφικρεμής
Headword (normalized):
ἀμφικρεμής
Headword (normalized/stripped):
αμφικρεμης
IDX:
1976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1976
Key:
a)mfikremh/s

Data

{'content': 'ἀμφικρεμής\n κρέμαμαι\n hanging round or over, Anth.', 'key': 'a)mfikremh/s'}