Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιμώσσω
λίνεος
λινόδεσμος
λινόδετος
λινοθήρας
λινοθώρηξ
λινόκλωστος
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινοπόρος
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινόπτης
Λίνος
λινοστασία
λινουργός
λινοφθόρος
λιπαίνω
λιπανδρέω
λίπα
View word page
λινοπόρος
λινοπόρος λῐνο-πόρος, ον sail-wafting, Eur.

ShortDef

sail-wafting

Debugging

Headword:
λινοπόρος
Headword (normalized):
λινοπόρος
Headword (normalized/stripped):
λινοπορος
IDX:
19739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19759
Key:
linopo/ros

Data

{'content': 'λινοπόρος\n λῐνο-πόρος, ον\n sail-wafting, Eur.', 'key': 'linopo/ros'}