Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιμοθνής
λιμοκτονέω
λιμοκτονία
λιμός
λιμοφορεύς
λιμόψωρος
λιμώσσω
λίνεος
λινόδεσμος
λινόδετος
λινοθήρας
λινοθώρηξ
λινόκλωστος
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινοπόρος
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινόπτης
Λίνος
View word page
λινοθήρας
λινοθήρας λῐνο-θήρας, ου, ὁ, θηράω one who uses nets, Anth.

ShortDef

one who uses nets

Debugging

Headword:
λινοθήρας
Headword (normalized):
λινοθήρας
Headword (normalized/stripped):
λινοθηρας
IDX:
19733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19753
Key:
linoqh/rhs

Data

{'content': 'λινοθήρας\n λῐνο-θήρας, ου, ὁ,\n θηράω\n one who uses nets, Anth.', 'key': 'linoqh/rhs'}