Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λιμνώδης
λιμοθνής
λιμοκτονέω
λιμοκτονία
λιμός
λιμοφορεύς
λιμόψωρος
λιμώσσω
λίνεος
λινόδεσμος
λινόδετος
λινοθήρας
λινοθώρηξ
λινόκλωστος
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινοπόρος
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινόπτης
View word page
λινόδετος
λινόδετος λῐνό-δετος, ον δέω bound with flaxen cords, Eur.; λινόδετος τοῦ ποδός tied by the foot, Ar.
ShortDef
bound with flaxen cords
Debugging
Headword:
λινόδετος
Headword (normalized):
λινόδετος
Headword (normalized/stripped):
λινοδετος
IDX:
19732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19752
Key:
lino/detos
Data
{'content': 'λινόδετος\n λῐνό-δετος, ον\n δέω\n bound with flaxen cords, Eur.; λινόδετος τοῦ ποδός tied by the foot, Ar.', 'key': 'lino/detos'}