Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιμνόχαρις
λιμνώδης
λιμοθνής
λιμοκτονέω
λιμοκτονία
λιμός
λιμοφορεύς
λιμόψωρος
λιμώσσω
λίνεος
λινόδεσμος
λινόδετος
λινοθήρας
λινοθώρηξ
λινόκλωστος
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινοπόρος
λινοπτάομαι
λινόπτερος
View word page
λινόδεσμος
λινόδεσμος λῐνό-δεσμος, ον = λῐνόδετος, Aesch.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λινόδεσμος
Headword (normalized):
λινόδεσμος
Headword (normalized/stripped):
λινοδεσμος
IDX:
19731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19751
Key:
lino/desmos

Data

{'content': 'λινόδεσμος\n λῐνό-δεσμος, ον\n = λῐνόδετος, Aesch.', 'key': 'lino/desmos'}