Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιμνοφυής
λιμνόχαρις
λιμνώδης
λιμοθνής
λιμοκτονέω
λιμοκτονία
λιμός
λιμοφορεύς
λιμόψωρος
λιμώσσω
λίνεος
λινόδεσμος
λινόδετος
λινοθήρας
λινοθώρηξ
λινόκλωστος
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινοπόρος
λινοπτάομαι
View word page
λίνεος
λίνεος λίνεος (ῐ), η, ον λίνον of flax, flaxen, linen, Lat. lineus, Hdt., Plat., etc.

ShortDef

of flax, flaxen, linen

Debugging

Headword:
λίνεος
Headword (normalized):
λίνεος
Headword (normalized/stripped):
λινεος
IDX:
19730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19750
Key:
li/neos

Data

{'content': 'λίνεος\n λίνεος (ῐ), η, ον\n λίνον\n of flax, flaxen, linen, Lat. lineus, Hdt., Plat., etc.', 'key': 'li/neos'}