Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμφικαλύπτω
ἀμφικεάζω
ἀμφίκειμαι
ἀμφικείρω
ἀμφικίων
ἀμφίκλαστος
ἀμφίκλυστος
ἀμφικομέω
ἀμφίκομος
ἀμφίκρανος
ἀμφικρέμαμαι
ἀμφικρεμής
ἀμφίκρημνος
ἀμφικρύπτω
ἀμφικτίονες
Ἀμφικτύονες
Ἀμφικτυονία
Ἀμφικτυονικός
Ἀμφικτυονίς
ἀμφικυκλόομαι
ἀμφικυλίνδω
View word page
ἀμφικρέμαμαι
ἀμφικρέμαμαι to hang round, Pind.

ShortDef

to hang round

Debugging

Headword:
ἀμφικρέμαμαι
Headword (normalized):
ἀμφικρέμαμαι
Headword (normalized/stripped):
αμφικρεμαμαι
IDX:
1975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1975
Key:
a)mfikre/mamai

Data

{'content': 'ἀμφικρέμαμαι\n to hang round, Pind.', 'key': 'a)mfikre/mamai'}