Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λιμνουργός
λιμνοφυής
λιμνόχαρις
λιμνώδης
λιμοθνής
λιμοκτονέω
λιμοκτονία
λιμός
λιμοφορεύς
λιμόψωρος
λιμώσσω
λίνεος
λινόδεσμος
λινόδετος
λινοθήρας
λινοθώρηξ
λινόκλωστος
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινοπόρος
View word page
λιμώσσω
λιμώσσω λῑμώσσω, λιμός to be famished, hungry, Strab., Anth.
ShortDef
to be famished, hungry
Debugging
Headword:
λιμώσσω
Headword (normalized):
λιμώσσω
Headword (normalized/stripped):
λιμωσσω
IDX:
19729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19749
Key:
limw/ssw
Data
{'content': 'λιμώσσω\n λῑμώσσω,\n λιμός\n to be famished, hungry, Strab., Anth.', 'key': 'limw/ssw'}