Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Λιμνήσιος
λιμνήτης
λιμνουργός
λιμνοφυής
λιμνόχαρις
λιμνώδης
λιμοθνής
λιμοκτονέω
λιμοκτονία
λιμός
λιμοφορεύς
λιμόψωρος
λιμώσσω
λίνεος
λινόδεσμος
λινόδετος
λινοθήρας
λινοθώρηξ
λινόκλωστος
λινόκροκος
λίνον
View word page
λιμοφορεύς
λιμοφορεύς λῑμο-φορεύς, έως, φέρω causing hunger, Anth.

ShortDef

causing hunger

Debugging

Headword:
λιμοφορεύς
Headword (normalized):
λιμοφορεύς
Headword (normalized/stripped):
λιμοφορευς
IDX:
19727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19747
Key:
limoforeu/s

Data

{'content': 'λιμοφορεύς\n λῑμο-φορεύς, έως,\n φέρω\n causing hunger, Anth.', 'key': 'limoforeu/s'}