Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λίμνη
Λιμνήσιος
λιμνήτης
λιμνουργός
λιμνοφυής
λιμνόχαρις
λιμνώδης
λιμοθνής
λιμοκτονέω
λιμοκτονία
λιμός
λιμοφορεύς
λιμόψωρος
λιμώσσω
λίνεος
λινόδεσμος
λινόδετος
λινοθήρας
λινοθώρηξ
λινόκλωστος
λινόκροκος
View word page
λιμός
λιμός .λῑμός, οῦ, hunger, famine, Hom., etc.:— proverb., ἀπολεῖτε λιμῷ Μηλίῳ, referring to the siege of Melos, Ar.:—metaph., of the mind, Eur.
ShortDef
hunger, famine
Debugging
Headword:
λιμός
Headword (normalized):
λιμός
Headword (normalized/stripped):
λιμος
IDX:
19726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19746
Key:
limo/s
Data
{'content': 'λιμός\n .λῑμός, οῦ,\n hunger, famine, Hom., etc.:— proverb., ἀπολεῖτε λιμῷ Μηλίῳ, referring to the siege of Melos, Ar.:—metaph., of the mind, Eur.', 'key': 'limo/s'}