Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λιμηρός2
λιμναῖος
λιμνάς
λίμνη
Λιμνήσιος
λιμνήτης
λιμνουργός
λιμνοφυής
λιμνόχαρις
λιμνώδης
λιμοθνής
λιμοκτονέω
λιμοκτονία
λιμός
λιμοφορεύς
λιμόψωρος
λιμώσσω
λίνεος
λινόδεσμος
λινόδετος
λινοθήρας
View word page
λιμοθνής
λιμοθνής λῑμο-θνής, ῆτος, θνῄσκω dying of hunger, Aesch.
ShortDef
dying of hunger
Debugging
Headword:
λιμοθνής
Headword (normalized):
λιμοθνής
Headword (normalized/stripped):
λιμοθνης
IDX:
19723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19743
Key:
limoqnh/s
Data
{'content': 'λιμοθνής\n λῑμο-θνής, ῆτος,\n θνῄσκω\n dying of hunger, Aesch.', 'key': 'limoqnh/s'}