Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λιμηρός
λιμηρός2
λιμναῖος
λιμνάς
λίμνη
Λιμνήσιος
λιμνήτης
λιμνουργός
λιμνοφυής
λιμνόχαρις
λιμνώδης
λιμοθνής
λιμοκτονέω
λιμοκτονία
λιμός
λιμοφορεύς
λιμόψωρος
λιμώσσω
λίνεος
λινόδεσμος
λινόδετος
View word page
λιμνώδης
λιμνώδης λιμν-ώδης, ες εἶδος like a marsh, marshy: τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος the marshy ground at the mouth of the Strymon, Thuc.
ShortDef
like a marsh, marshy
Debugging
Headword:
λιμνώδης
Headword (normalized):
λιμνώδης
Headword (normalized/stripped):
λιμνωδης
IDX:
19722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19742
Key:
limnw/dhs
Data
{'content': 'λιμνώδης\n λιμν-ώδης, ες\n εἶδος\n like a marsh, marshy: τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος the marshy ground at the mouth of the Strymon, Thuc.', 'key': 'limnw/dhs'}