Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιμενοσκόπος
λιμήν
λιμηρός
λιμηρός2
λιμναῖος
λιμνάς
λίμνη
Λιμνήσιος
λιμνήτης
λιμνουργός
λιμνοφυής
λιμνόχαρις
λιμνώδης
λιμοθνής
λιμοκτονέω
λιμοκτονία
λιμός
λιμοφορεύς
λιμόψωρος
λιμώσσω
λίνεος
View word page
λιμνοφυής
λιμνοφυής λιμνο-φυής, ές φύομαι marsh-born, Anth.

ShortDef

marsh-born

Debugging

Headword:
λιμνοφυής
Headword (normalized):
λιμνοφυής
Headword (normalized/stripped):
λιμνοφυης
IDX:
19720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19740
Key:
limnofuh/s

Data

{'content': 'λιμνοφυής\n λιμνο-φυής, ές\n φύομαι\n marsh-born, Anth.', 'key': 'limnofuh/s'}