λιμνουργός
λιμνουργός
λιμν-ουργός, οῦ, ὁ,
*ἔργω
one who works in λίμναι, a fisherman, Plut.
{ "content": "λιμνουργός\n λιμν-ουργός, οῦ, ὁ,\n *ἔργω\n one who works in λίμναι, a fisherman, Plut.", "key": "limnourgo/s" }