Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιμενίτης
λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
λιμήν
λιμηρός
λιμηρός2
λιμναῖος
λιμνάς
λίμνη
Λιμνήσιος
λιμνήτης
λιμνουργός
λιμνοφυής
λιμνόχαρις
λιμνώδης
λιμοθνής
λιμοκτονέω
λιμοκτονία
λιμός
λιμοφορεύς
λιμόψωρος
View word page
λιμνήτης
λιμνήτης λιμνήτης, ου, ὁ, living in marshes, Theocr. epith. of Artemis, dat. Λιμνᾶτι shortd. for Λιμνάτιδι, Anth.

ShortDef

living in marshes

Debugging

Headword:
λιμνήτης
Headword (normalized):
λιμνήτης
Headword (normalized/stripped):
λιμνητης
IDX:
19718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19738
Key:
limnh/ths

Data

{'content': 'λιμνήτης\n λιμνήτης, ου, ὁ,\n living in marshes, Theocr.\n epith. of Artemis, dat. Λιμνᾶτι shortd. for Λιμνάτιδι, Anth.', 'key': 'limnh/ths'}