Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λικνοφόρος
λικριφίς
λιλαίομαι
λιμαίνω
λιμενίτης
λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
λιμήν
λιμηρός
λιμηρός2
λιμναῖος
λιμνάς
λίμνη
Λιμνήσιος
λιμνήτης
λιμνουργός
λιμνοφυής
λιμνόχαρις
λιμνώδης
λιμοθνής
λιμοκτονέω
View word page
λιμναῖος
λιμναῖος λιμναῖος, α, ον λίμνη of or from the marsh or mere, ὄρνιθας χερσαίους τε καὶ λ. both land-fowl and water fowl, Hdt., Ar.

ShortDef

of or from the marsh, stagnant

Debugging

Headword:
λιμναῖος
Headword (normalized):
λιμναῖος
Headword (normalized/stripped):
λιμναιος
IDX:
19714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19734
Key:
limnai=os

Data

{'content': 'λιμναῖος\n λιμναῖος, α, ον\n λίμνη\n of or from the marsh or mere, ὄρνιθας χερσαίους τε καὶ λ. both land-fowl and water fowl, Hdt., Ar.', 'key': 'limnai=os'}