Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λικμός
λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
λιλαίομαι
λιμαίνω
λιμενίτης
λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
λιμήν
λιμηρός
λιμηρός2
λιμναῖος
λιμνάς
λίμνη
Λιμνήσιος
λιμνήτης
λιμνουργός
λιμνοφυής
λιμνόχαρις
λιμνώδης
View word page
λιμηρός
λιμηρός λῑμηρός, ά, όν λιμός hungry, causing hunger, Theocr., Anth.
ShortDef
hungry, causing hunger
furnished with a good harbour
Debugging
Headword:
λιμηρός
Headword (normalized):
λιμηρός
Headword (normalized/stripped):
λιμηρος
IDX:
19712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19732
Key:
limhro/s1
Data
{'content': 'λιμηρός\n λῑμηρός, ά, όν\n λιμός\n hungry, causing hunger, Theocr., Anth.', 'key': 'limhro/s1'}