Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λικμητήρ
λικμητός
λικμός
λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
λιλαίομαι
λιμαίνω
λιμενίτης
λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
λιμήν
λιμηρός
λιμηρός2
λιμναῖος
λιμνάς
λίμνη
Λιμνήσιος
λιμνήτης
λιμνουργός
λιμνοφυής
View word page
λιμενοσκόπος
λιμενοσκόπος λῐμενο-σκόπος, ον watching the harbour, Anth.

ShortDef

watching the harbour

Debugging

Headword:
λιμενοσκόπος
Headword (normalized):
λιμενοσκόπος
Headword (normalized/stripped):
λιμενοσκοπος
IDX:
19710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19730
Key:
limenosko/pos

Data

{'content': 'λιμενοσκόπος\n λῐμενο-σκόπος, ον\n watching the harbour, Anth.', 'key': 'limenosko/pos'}